Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεεῖ
δυσαρεσκόμενος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
View word page
δυσαρεσκόμενος
δυσαρεσκόμενος
, incorrect form for
δυσαρεστούμενος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσαρεσκόμενος
Headword (normalized):
δυσαρεσκόμενος
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεσκομενος
IDX:
28730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28731
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσαρεσκόμενος</span>, incorrect form for <span class="foreign greek">δυσαρεστούμενος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}