Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεεῖ
δυσαρεσκόμενος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
View word page
δυσαρεεῖ
δυσαρεεῖ· δυσφροντίστῳ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσαρεεῖ
Headword (normalized):
δυσαρεεῖ
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεει
IDX:
28729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσαρεεῖ·</span> <span class="foreign greek">δυσφροντίστῳ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}