Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεεῖ
δυσαρεσκόμενος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
View word page
δυσαπότροπος
δῠσαπό-τροπος, ον,
A). difficult to avert, ἄτη IG 2.1660.22 .


ShortDef

difficult to avert

Debugging

Headword:
δυσαπότροπος
Headword (normalized):
δυσαπότροπος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποτροπος
IDX:
28727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσαπό-τροπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficult to avert</span>, <span class="quote greek">ἄτη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.1660.22 </span> .</div> </div><br><br>'}