Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσανάτρεπτος
δυσαναφορικός
δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσάνεμος
δυσανθής
δυσάνιος
δυσανιῶν
δυσάνοικτος
δυσάνολβος
δυσάνσχετος
δυσανταγώνιστος
δυσάντης
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντίλεκτος
δυσαντίρρητος
δυσαντοφθάλμητος
δυσάνωρ
δυσαξίωτος
δυσαπάλειπτος
View word page
δυσάνσχετος
δῠς-άνσχετος, ον, poet. for δυσανάσχετος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσάνσχετος
Headword (normalized):
δυσάνσχετος
Headword (normalized/stripped):
δυσανσχετος
IDX:
28691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-άνσχετος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">δυσανάσχετος</span>.</div><br><br>'}