Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
δυσανάπειστος
δυσανάπλους
δυσανάπλωτος
δυσανάπνευστος
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
View word page
δυσανάπαυστος
δῠσανά-παυστος, ον,
A). restless, Eust. 1296.58 .


ShortDef

restless

Debugging

Headword:
δυσανάπαυστος
Headword (normalized):
δυσανάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναπαυστος
IDX:
28671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσανά-παυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">restless</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1296:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1296.58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1296.58 </a>.</div> </div><br><br>'}