Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

<ανά>γνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
δυσανάπειστος
δυσανάπλους
δυσανάπλωτος
δυσανάπνευστος
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
View word page
δυσαναληψία
δῠσανα-ληψία, ,
A). difficult convalescence, Vett.Val. 236.17 .


ShortDef

difficult convalescence

Debugging

Headword:
δυσαναληψία
Headword (normalized):
δυσαναληψία
Headword (normalized/stripped):
δυσαναληψια
IDX:
28668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσανα-ληψία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficult convalescence</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:236:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:236.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 236.17 </a>.</div> </div><br><br>'}