Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμβατος
δυσαμερία
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
<ανά>γνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
View word page
δυσαναθυμίατος
δῠσανα-θῡμίᾱτος, ον,
A). hard to evaporate, Artem. 1.1 .


ShortDef

hard to evaporate

Debugging

Headword:
δυσαναθυμίατος
Headword (normalized):
δυσαναθυμίατος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναθυμιατος
IDX:
28661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσανα-θῡμίᾱτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to evaporate</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 1.1 </a>.</div> </div><br><br>'}