Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσάλιος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμβατος
δυσαμερία
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
<ανά>γνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
View word page
<ανά>γνωστος
-<ανά>γνωστος, ον,
A). hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb. 3.32.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
<ανά>γνωστος
Headword (normalized):
<ανά>γνωστος
Headword (normalized/stripped):
<ανα>γνωστος
IDX:
28658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">-&lt;ανά&gt;γνωστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to read</span>, prob. for <span class="foreign greek">δύσγνωστος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:32:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:32:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 3.32.1 </a>.</div> </div><br><br>'}