Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσάλιος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμβατος
δυσαμερία
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
<ανά>γνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
View word page
δυσαμερία
δῠς-ᾱμερία
, Dor. for
δυσημ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσαμερία
Headword (normalized):
δυσαμερία
Headword (normalized/stripped):
δυσαμερια
IDX:
28654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28655
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-ᾱμερία</span>, Dor. for <span class="itype greek">δυσημ</span>-.</div><br><br>'}