Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσάλιος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμβατος
δυσαμερία
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
<ανά>γνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
View word page
δυσάμβατος
δῠς-άμβᾰτος, ον, poet. for
A). δυσανάβατος, πέτραι Simon. 58.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσάμβατος
Headword (normalized):
δυσάμβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσαμβατος
IDX:
28653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28654
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-άμβᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δυσανάβατος, πέτραι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:58:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:58.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simon.</span> 58.2 </a> .</div> </div><br><br>'}