Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
δυοκαιπεντηκοστός
δυόμισυ
δυοποιός
δυοστός
δυοχοῖ
δύπτης
δύπτω
δύρομαι
δυς
δυσάγγελος
δυσαγέω
δυσαγής
δυσαγκόμιστος
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσαγρία
δυσάγωγος
View word page
δύρομαι
δύρομαι [ῡ], poet. for ὀδύρομαι (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύρομαι
Headword (normalized):
δύρομαι
Headword (normalized/stripped):
δυρομαι
IDX:
28610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύρομαι</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, poet. for <span class="foreign greek">ὀδύρομαι</span> (q. v.).</div><br><br>'}