Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δύναστις
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνάτης
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνδεκάτη
δυνητικός
δύο
δυογόν
δυοδεκάς
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
View word page
δυνδεκάτη
δυνδεκάτη·|
ἡμέρᾳ δωδεκάτῃ
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυνδεκάτη
Headword (normalized):
δυνδεκάτη
Headword (normalized/stripped):
δυνδεκατη
IDX:
28589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28590
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυνδεκάτη·|</span> <span class="foreign greek">ἡμέρᾳ δωδεκάτῃ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}