Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δύνασις
δυναστεία
δυνάστειρα
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δύναστις
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνάτης
δυνατός
View word page
δυνάστειρα
δῠνάστ-ειρα, , fem. of δυνάστης, Tab.Defix.Aud. 38.11 (Alexandria, iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυνάστειρα
Headword (normalized):
δυνάστειρα
Headword (normalized/stripped):
δυναστειρα
IDX:
28577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠνάστ-ειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">δυνάστης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.Aud.</span> 38.11 </span> (Alexandria, iii A. D.).</div><br><br>'}