Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρωκτάζεις
δρωμᾷ
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρωπακίστρια
δρῶπαξ
δρώπτης
δρώπτω
δρώψ
δυαδίζω
δυαδικός
δυαδισμός
δυάζω
δυάκις
δυάνδρες
δυανδρικός
δυανερικός
View word page
δρώπτης
δρώπτης· πλανήτης, πτωχός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρώπτης
Headword (normalized):
δρώπτης
Headword (normalized/stripped):
δρωπτης
IDX:
28537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρώπτης·</span> <span class="foreign greek">πλανήτης, πτωχός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}