Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυψογέρων
δρυώδης
δρωκτάζεις
δρωμᾷ
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρωπακίστρια
δρῶπαξ
δρώπτης
δρώπτω
δρώψ
δυαδίζω
δυαδικός
δυαδισμός
δυάζω
δυάκις
δυάνδρες
View word page
δρωπακίστρια
δρωπᾰκ-ίστρια, ,
A). = παρατίλτρια , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρωπακίστρια
Headword (normalized):
δρωπακίστρια
Headword (normalized/stripped):
δρωπακιστρια
IDX:
28535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρωπᾰκ-ίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρατίλτρια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}