Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρύφειν
δρυφή
δρυφόροι
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρυώδης
δρωκτάζεις
δρωμᾷ
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρωπακίστρια
δρῶπαξ
δρώπτης
δρώπτω
View word page
δρωμᾷ
δρωμᾷ· τρέχει, and δρωμίσσουσα· τρέχουσα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρωμᾷ
Headword (normalized):
δρωμᾷ
Headword (normalized/stripped):
δρωμα
IDX:
28528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρωμᾷ·</span> <span class="foreign greek">τρέχει,</span> and <span class="orth greek">δρωμίσσουσα·</span> <span class="foreign greek">τρέχουσα,</span> Id.</div><br><br>'}