Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρύφειν
δρυφή
δρυφόροι
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρυώδης
δρωκτάζεις
δρωμᾷ
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρωπακίστρια
δρῶπαξ
δρώπτης
View word page
δρωκτάζεις
δρωκτάζεις
(
δροκτ-
cod.):
περιβλέπεις,
Hsch.
; cf.
δρωπάζω, δρώπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρωκτάζεις
Headword (normalized):
δρωκτάζεις
Headword (normalized/stripped):
δρωκταζεις
IDX:
28527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28528
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρωκτάζεις</span> (<span class="foreign greek">δροκτ-</span> cod.): <span class="foreign greek">περιβλέπεις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δρωπάζω, δρώπτω.</span> </div><br><br>'}