Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυοτόμος
δρυόφακτος
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρυπολεῖ
δρύππᾱ
δρύππιος
δρυπτερίς
δρύπτην
δρύπτω
δρῦς
δρύσσομαι
δρυτόμος
δρυφάδες
δρυφάζω
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
View word page
δρύπτην
δρύπτην· ἀλήτην, Hsch.; cf. δρώπτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρύπτην
Headword (normalized):
δρύπτην
Headword (normalized/stripped):
δρυπτην
IDX:
28509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρύπτην·</span> <span class="foreign greek">ἀλήτην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δρώπτης.</span> </div><br><br>'}