Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυοτομική
δρυοτόμος
δρυόφακτος
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρυπολεῖ
δρύππᾱ
δρύππιος
δρυπτερίς
δρύπτην
δρύπτω
δρῦς
δρύσσομαι
δρυτόμος
δρυφάδες
δρυφάζω
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
View word page
δρυπτερίς
δρυπτερίς,
A). = δρυοπτερίς , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρυπτερίς
Headword (normalized):
δρυπτερίς
Headword (normalized/stripped):
δρυπτερις
IDX:
28508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρυπτερίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δρυοπτερίς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}