Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρυοτομική
δρυοτόμος
δρυόφακτος
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρυπολεῖ
δρύππᾱ
δρύππιος
δρυπτερίς
δρύπτην
δρύπτω
δρῦς
δρύσσομαι
δρυτόμος
δρυφάδες
δρυφάζω
View word page
δρυπολεῖ
δρυπολεῖ· ταλαιπωρεῖ, ὀρειβατεῖ, πυρὶ πολιορκεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρυπολεῖ
Headword (normalized):
δρυπολεῖ
Headword (normalized/stripped):
δρυπολει
IDX:
28505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρυπολεῖ·</span> <span class="foreign greek">ταλαιπωρεῖ, ὀρειβατεῖ, πυρὶ πολιορκεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}