δρύοχοι
δρύοχοι [ῠ],(δρυ- 'wooden structure', 'ship' (cf. δόρυ), ἔχω)
A). props or shores upon which is laid the frame of a new ship, , cf. 19.574 et Sch. adloc.; κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς Epigr. ap. Moschion ap. ; 5.209c ἐκ δρυόχων ναυπηγεῖσθαι to build a ship from the keel, ; 1.38.5 δρυόχους ἐπεβάλλετο νηός : metaph., 1.723 δρυόχους τιθέναι δράματος ἀρχάς to lay the keel of a new play, Th. 52 : οἷον ἐκ δρυόχων Ti. 81b , cf. : sg. only in 2.321e . 1.85