Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμάζω
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμίους
δρυμίς
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
δρυόεις
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυκολάπτης
View word page
δρυμοφύλαξ
δρῡμο-φύλαξ,
A). saltuarius, Gloss.


ShortDef

saltuarius

Debugging

Headword:
δρυμοφύλαξ
Headword (normalized):
δρυμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
δρυμοφυλαξ
IDX:
28482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρῡμο-φύλαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">saltuarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}