Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμάζω
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμίους
δρυμίς
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
View word page
δρυμίους
δρυμίους·
τοὺς κατὰ τὴν χώραν κακοποιοῦντας,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρυμίους
Headword (normalized):
δρυμίους
Headword (normalized/stripped):
δρυμιους
IDX:
28478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28479
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρυμίους·</span> <span class="foreign greek">τοὺς κατὰ τὴν χώραν κακοποιοῦντας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}