Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρυαταί
δρυαχαρνεύς
δρύεται
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμάζω
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμίους
δρυμίς
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
View word page
δρυκολάπτης
δρῠ-κολάπτης,
A). v. δρυοκολάπτης.


ShortDef

woodpecker

Debugging

Headword:
δρυκολάπτης
Headword (normalized):
δρυκολάπτης
Headword (normalized/stripped):
δρυκολαπτης
IDX:
28474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρῠ-κολάπτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δρυοκολάπτης.</span> </div> </div><br><br>'}