Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρουίδης
δροῦνα
δρυάζειν
δρυάριον
Δρυάς
δρυαταί
δρυαχαρνεύς
δρύεται
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
View word page
δρυαταί
δρυαταί· ἄδιψοι, ψεῦσται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρυαταί
Headword (normalized):
δρυαταί
Headword (normalized/stripped):
δρυαται
IDX:
28464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρυαταί·</span> <span class="foreign greek">ἄδιψοι, ψεῦσται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}