Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρόσιμος
δροσινός
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόμελι
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρουίδης
δροῦνα
δρυάζειν
δρυάριον
Δρυάς
View word page
δροσόμελι
δροσό-μελι
,
ιτος
,
τό
,
A).
=
ἀερόμελι
,
Gal.
6.739
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δροσόμελι
Headword (normalized):
δροσόμελι
Headword (normalized/stripped):
δροσομελι
IDX:
28453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28454
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δροσό-μελι</span>, <span class="itype greek">ιτος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀερόμελι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.739 </span>.</div> </div><br><br>'}