Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δροόν
δροπά
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δρόσιμος
δροσινός
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόμελι
View word page
δρόσιμος
δρός-ιμος
,
ον
, = sq.,
Plu.
2.918a
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρόσιμος
Headword (normalized):
δρόσιμος
Headword (normalized/stripped):
δροσιμος
IDX:
28443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28444
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρός-ιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.918a </span>.</div><br><br>'}