Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δροόν
δροπά
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δρόσιμος
δροσινός
δροσισμός
δροσοβολέω
View word page
δροόν
δροόν·
ἰσχυρόν
(Argive),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δροόν
Headword (normalized):
δροόν
Headword (normalized/stripped):
δροον
IDX:
28436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28437
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δροόν·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρόν</span> (Argive), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}