Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάσσειν
δρομάω
δρομεδάριος
δρομεύς
δρομή
δρομήϊος
δρόμημα
δρομιάφιον
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
View word page
δρόμημα
δρόμ-ημα,
A). v. δράμημα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρόμημα
Headword (normalized):
δρόμημα
Headword (normalized/stripped):
δρομημα
IDX:
28424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28425
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρόμ-ημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δράμημα.</span> </div> </div><br><br>'}