Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάσσειν
δρομάω
δρομεδάριος
δρομεύς
δρομή
δρομήϊος
δρόμημα
δρομιάφιον
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
View word page
δρομή
δρομ-ή
,
ἡ
,
A).
=
δρόμος
, Hdn.Gr.
1.325
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δρομή
Headword (normalized):
δρομή
Headword (normalized/stripped):
δρομη
IDX:
28422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28423
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρομ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δρόμος</span> , Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.325 </span>.</div> </div><br><br>'}