Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δροίτη
δρομάασκε
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάσσειν
δρομάω
δρομεδάριος
δρομεύς
δρομή
δρομήϊος
δρόμημα
δρομιάφιον
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
View word page
δρομεδάριος
δρομ-εδάριος,
A). v. δρομαδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρομεδάριος
Headword (normalized):
δρομεδάριος
Headword (normalized/stripped):
δρομεδαριος
IDX:
28420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρομ-εδάριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δρομαδ-.</span> </div> </div><br><br>'}