Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρίφος
δροιόν
δροίτη
δρομάασκε
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάσσειν
δρομάω
δρομεδάριος
δρομεύς
δρομή
δρομήϊος
δρόμημα
δρομιάφιον
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
View word page
δρομάσσειν
δρομ-άσσειν· τρέχειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρομάσσειν
Headword (normalized):
δρομάσσειν
Headword (normalized/stripped):
δρομασσειν
IDX:
28418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρομ-άσσειν·</span> <span class="foreign greek">τρέχειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}