Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίξ
δρίος
δρίς
δρίφος
δροιόν
δροίτη
δρομάασκε
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάσσειν
δρομάω
δρομεδάριος
δρομεύς
View word page
δρομάασκε
δρομάασκε,
A). v. δρομάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρομάασκε
Headword (normalized):
δρομάασκε
Headword (normalized/stripped):
δρομαασκε
IDX:
28411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28412
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρομάασκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δρομάω.</span> </div> </div><br><br>'}