Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστεύω
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δρίμαι
δριμεύω
δριμυγμός
δριμυλέων
δριμύλος
δριμύμωρος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
View word page
δρίμαι
δρίμαι· ψῦχος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρίμαι
Headword (normalized):
δρίμαι
Headword (normalized/stripped):
δριμαι
IDX:
28392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρίμαι·</span> <span class="foreign greek">ψῦχος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}