Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρηλοῖ
Δρηνεία
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστεύω
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δρίμαι
δριμεύω
δριμυγμός
δριμυλέων
δριμύλος
δριμύμωρος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
View word page
δρίλαξ
δρίλαξ, ακος,
A). leech (Elean), Id.


ShortDef

leech

Debugging

Headword:
δρίλαξ
Headword (normalized):
δρίλαξ
Headword (normalized/stripped):
δριλαξ
IDX:
28390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρίλαξ</span>, <span class="itype greek">ακος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leech</span> (Elean), Id.</div> </div><br><br>'}