Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρεπανοφόρος
δρεπανώδης
δρεπτεύς
δρεπτικῶς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρέχμονες
δρηλοῖ
Δρηνεία
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστεύω
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δρίμαι
View word page
δρηπέτης
δρηπέτης, δρησμός, Ion. for δραπέτης, δρασμός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρηπέτης
Headword (normalized):
δρηπέτης
Headword (normalized/stripped):
δρηπετης
IDX:
28382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρηπέτης</span>, <span class="orth greek">δρησμός</span>, Ion. for <span class="foreign greek">δραπέτης, δρασμός.</span> </div><br><br>'}