Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρέπανον
δρεπανουργός
δρεπανοφόρος
δρεπανώδης
δρεπτεύς
δρεπτικῶς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρέχμονες
δρηλοῖ
Δρηνεία
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστεύω
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
View word page
δρηλοῖ
δρηλοῖ· φοβεῖται, Id. (Fort. δvηλοῖ.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρηλοῖ
Headword (normalized):
δρηλοῖ
Headword (normalized/stripped):
δρηλοι
IDX:
28380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρηλοῖ·</span> <span class="foreign greek">φοβεῖται,</span> Id. (Fort. <span class="foreign greek">δvηλοῖ.</span>)</div><br><br>'}