Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρεπανοποιός
δρέπανον
δρεπανουργός
δρεπανοφόρος
δρεπανώδης
δρεπτεύς
δρεπτικῶς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρέχμονες
δρηλοῖ
Δρηνεία
δρηπέτης
δρησμοσύνη
δρηστεύω
δρηστήρ
δρήστης
δρῆστις
δρηστοσύνη
δριάεντα
View word page
δρέχμονες
δρέχμονες· νεφροί, Hsch. δρῆγες· στρουθοί ( Maced.), Id.; cf. δίγηρες, δρίξ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρέχμονες
Headword (normalized):
δρέχμονες
Headword (normalized/stripped):
δρεχμονες
IDX:
28379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρέχμονες·</span> <span class="foreign greek">νεφροί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δρῆγες·</span> <span class="foreign greek">στρουθοί</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), Id.; cf. <span class="foreign greek">δίγηρες, δρίξ.</span> </div><br><br>'}