Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δράω1
δράω2
δρέμμα
δρεπάνη
δρεπανηΐς
δρεπανηφόρος
δρεπάνιον
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρεπανοποιός
δρέπανον
δρεπανουργός
δρεπανοφόρος
δρεπανώδης
δρεπτεύς
δρεπτικῶς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρέχμονες
View word page
δρεπανοποιός
δρεπᾰνο-ποιός, ,
A). sickle-maker, Gloss.


ShortDef

sickle-maker

Debugging

Headword:
δρεπανοποιός
Headword (normalized):
δρεπανοποιός
Headword (normalized/stripped):
δρεπανοποιος
IDX:
28369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρεπᾰνο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sickle-maker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}