Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρατός
δραύκιον
δραχμαῖος
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
δραχμίον
δραχμός
δράω1
δράω2
δρέμμα
δρεπάνη
δρεπανηΐς
δρεπανηφόρος
δρεπάνιον
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρεπανοποιός
δρέπανον
δρεπανουργός
View word page
δρέμμα
δρέμμα· κλέμμα (fort. κλῆμα), οἱ δὲ κλάσμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρέμμα
Headword (normalized):
δρέμμα
Headword (normalized/stripped):
δρεμμα
IDX:
28361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρέμμα·</span> <span class="foreign greek">κλέμμα</span> (fort. <span class="foreign greek">κλῆμα</span>)<span class="foreign greek">, οἱ δὲ κλάσμα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}