Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾶ
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαίρετος
ἀκαθαρσία
ἀκαθαρτίζομαι
ἀκάθαρτος
ἀκαθεκτέομαι
ἀκάθεκτος
ἀκαθήκουσα
ἀκαθοσίωτος
ἀκαθυπερτέρητος
ἀκαθυστέρητος
ἄκαινα
ἀκαινοτόμητος
ἀκαιρεύομαι
ἀκαιρέω
ἀκαιρία
View word page
ἀκαθεκτέομαι
ἀκᾰθεκτέομαι, Pass.,
A). to be unoccupied, διάστημα -ούμενον ὑπὸ σώματος Stoic. 2.163 .


ShortDef

to be unoccupied

Debugging

Headword:
ἀκαθεκτέομαι
Headword (normalized):
ἀκαθεκτέομαι
Headword (normalized/stripped):
ακαθεκτεομαι
IDX:
2835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκᾰθεκτέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be unoccupied</span>, <span class="quote greek">διάστημα -ούμενον ὑπὸ σώματος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.163 </span> .</div> </div><br><br>'}