Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
δράστης
δραστικός
δράστις
δραστοσύνη
δρατός
δραύκιον
δραχμαῖος
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
δραχμίον
View word page
δράστης
δράστης and δράστας, , Att. and Dor. for δρήστης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δράστης
Headword (normalized):
δράστης
Headword (normalized/stripped):
δραστης
IDX:
28347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δράστης</span> and <span class="orth greek">δράστας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Att. and Dor. for <span class="foreign greek">δρήστης.</span> </div><br><br>'}