Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
δράστης
δραστικός
δράστις
δραστοσύνη
δρατός
δραύκιον
δραχμαῖος
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
View word page
δραστηριώδης
δραστ-ηριώδης
,
ες
,
A).
=
δραστήριος
,
Gal.
12.123
( Comp.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δραστηριώδης
Headword (normalized):
δραστηριώδης
Headword (normalized/stripped):
δραστηριωδης
IDX:
28346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28347
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραστ-ηριώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δραστήριος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.123 </span> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}