Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
δράστης
δραστικός
δράστις
δραστοσύνη
δρατός
δραύκιον
δραχμαῖος
View word page
δραστηρά
δραστ-ηρά· δραστικά, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δραστηρά
Headword (normalized):
δραστηρά
Headword (normalized/stripped):
δραστηρα
IDX:
28343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραστ-ηρά·</span> <span class="foreign greek">δραστικά,</span> Id.</div><br><br>'}