Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
δράστης
δραστικός
δράστις
δραστοσύνη
δρατός
View word page
δράστην
δράστ-ην· κόφινον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δράστην
Headword (normalized):
δράστην
Headword (normalized/stripped):
δραστην
IDX:
28341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δράστ-ην·</span> <span class="foreign greek">κόφινον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}