Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δραπετίνδα
δράπετις
δραπετίσκος
δράπων
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
δράστης
View word page
δρασμάτων
δρασμάτων· πανουργημάτων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρασμάτων
Headword (normalized):
δρασμάτων
Headword (normalized/stripped):
δρασματων
IDX:
28337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρασμάτων·</span> <span class="foreign greek">πανουργημάτων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}