Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δραπετικός
δραπετίνδα
δράπετις
δραπετίσκος
δράπων
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
δράσσομαι
δραστέος
δράστην
δραστήρ
δραστηρά
δραστήριος
δραστηριότης
δραστηριώδης
View word page
δρασματικός
δρασματικός, , όν,
A). = δραστήριος , Cat.Cod.Astr. 2.165 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρασματικός
Headword (normalized):
δρασματικός
Headword (normalized/stripped):
δρασματικος
IDX:
28336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρασματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δραστήριος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.165 </span>.</div> </div><br><br>'}