Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δράπανον
δραπενίδες
δραπεταγωγός
δραπετεία
δραπέτευμα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετίδης
δραπετικός
δραπετίνδα
δράπετις
δραπετίσκος
δράπων
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασματικός
δρασμάτων
δρασμός
View word page
δράπετις
δρᾱ/πετ-ις, ιδος, , fem. of δραπέτης (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δράπετις
Headword (normalized):
δράπετις
Headword (normalized/stripped):
δραπετις
IDX:
28328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δρᾱ/πετ-ις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">δραπέτης</span> (q. v.).</div><br><br>'}