Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δραμοῦμαι
δρανεῖς
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δράπανον
δραπενίδες
δραπεταγωγός
δραπετεία
δραπέτευμα
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετίδης
δραπετικός
δραπετίνδα
δράπετις
δραπετίσκος
View word page
δραπενίδες
δραπενίδες·
εἶδος ὀρνέου,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δραπενίδες
Headword (normalized):
δραπενίδες
Headword (normalized/stripped):
δραπενιδες
IDX:
28319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28320
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δραπενίδες·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ὀρνέου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}