δράξ
δράξ, ᾰκός,
II). the hand, τίς ἐμέτρησε τὴν γῆν δρακί; Is. 40.12 (so δράξ· παλάμη, ); τὰς δράκας καρτερῶς σφίγξαι ap. ; the 1.49.44 claw of the constellation Leo, Alm. 7.5 .
III). a measure, , 5.87 *Mens. 61.9 ,